-
1 στεγνός
στεγνός, zsgzgn statt στεγανός, bedeckt; στέγν' ἔχω σκηνώματα, Eur. Cycl. 323; περικαλύψῃ πίλῳ στεγνῷ, fest, dicht, Her. 4, 23; τὸ στεγνόν, das Haus, wie στέγη, Xen. An. 7, 4, 12; ἡ δίαιτα τοῖς ἀνϑρώποις οὐκ ἔστιν ἐν ὑπαίϑρῳ, ἀλλὰ σ τεγνῶν δεῖται, Oec. 7, 19; τὸ στεγνόν, Zelt, D. Sic. 18, 26; στεγνὰ πτερά, häutige Flügel, Nic. Th. 762. Vgl. στεγανόπους.
-
2 στεγνός
στεγνός, bedeckt; περικαλύψῃ πίλῳ στεγνῷ, fest, dicht; τὸ στεγνόν, das Haus; στεγνὰ πτερά, häutige Flügel
См. также в других словарях:
στεγνός — ή, ό / στεγνός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. 1. ο μη υγρός, ξερός, αυτός που δεν είναι βρεγμένος (α. «ο δρόμος ήταν στεγνός» β. «σκούπισέ τα με στεγνό πανί» γ. «φέρε στεγνά ξύλα για το τζάκι») 2. μτφ. α) αδύνατος, ισχνός («στεγνός και σουρωμένος») β)… … Dictionary of Greek